- ακέρδεια
- ἀκέρδεια, η (Α) [ἀκερδής]η έλλειψη κέρδους, η ζημιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκερδείᾳ — ἀκερδείᾱͅ , ἀκέρδεια want of gain fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέρδεια — want of gain fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκερδείας — ἀκερδείᾱς , ἀκέρδεια want of gain fem acc pl ἀκερδείᾱς , ἀκέρδεια want of gain fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέρδειαν — ἀκέρδεια want of gain fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακερδής — ές (Α ἀκερδής) αυτός που δεν φέρνει κέρδος «ακερδής επιχείρηση», «ἀξύμφορον καὶ ἀνωφελὲς καὶ ἁλυσιτελὲς καὶ ἀκερδὲς» (Πλάτ. Κρατύλος 417d) αρχ. 1. ο αφιλοκερδής (Πλούτ. Αριστ. 1) 2. ἀκερδῶς επίρρ. χωρίς κέρδος, δωρεάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. +… … Dictionary of Greek
ακερδία — ἀκερδία, η (Μ) [ἄκερδος] η ακέρδεια … Dictionary of Greek